τυμβωρύχος

τυμβωρύχος
ο
1. αυτός που ανοίγει τάφους και κλέβει τα αντικείμενα που έχουν θαφτεί με το νεκρό.
2. αυτός που δυσφημίζει νεκρό ή εκμεταλλεύεται τη δράση του νεκρού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τυμβωρύχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβώρυχος — grave robber masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβωρύχος — ο, ΝΜΑ αυτός που ανοίγει τάφους για να τούς συλήσει νεοελλ. μτφ. αυτός που διασύρει τη φήμη νεκρού, κυρίως για προσωπικό του όφελος μσν. ο υπαίτιος για την ανυποληψία τών νεκρών συγγενών του αρχ. αυτός που σκάβει τάφους για τον ενταφιασμό νεκρών …   Dictionary of Greek

  • τυμβωρύχοις — τυμβώρυχος grave robber masc dat pl τυμβωρύχος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβωρύχου — τυμβώρυχος grave robber masc gen sg τυμβωρύχος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβωρύχους — τυμβώρυχος grave robber masc acc pl τυμβωρύχος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβωρύχων — τυμβώρυχος grave robber masc gen pl τυμβωρύχος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβωρύχως — τυμβώρυχος grave robber masc acc pl (doric) τυμβωρύχος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβωρύχε — τυμβωρύχος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβωρύχοι — τυμβωρύχος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”