τυμβωρύχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμβώρυχος — grave robber masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμβωρύχος — ο, ΝΜΑ αυτός που ανοίγει τάφους για να τούς συλήσει νεοελλ. μτφ. αυτός που διασύρει τη φήμη νεκρού, κυρίως για προσωπικό του όφελος μσν. ο υπαίτιος για την ανυποληψία τών νεκρών συγγενών του αρχ. αυτός που σκάβει τάφους για τον ενταφιασμό νεκρών … Dictionary of Greek
τυμβωρύχοις — τυμβώρυχος grave robber masc dat pl τυμβωρύχος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμβωρύχου — τυμβώρυχος grave robber masc gen sg τυμβωρύχος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμβωρύχους — τυμβώρυχος grave robber masc acc pl τυμβωρύχος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμβωρύχων — τυμβώρυχος grave robber masc gen pl τυμβωρύχος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμβωρύχως — τυμβώρυχος grave robber masc acc pl (doric) τυμβωρύχος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμβωρύχε — τυμβωρύχος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμβωρύχοι — τυμβωρύχος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)